- ἐγκαρσίῳ
- ἐγκάρσιοςathwartmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκαρσιώνω — και εγκαρσιώ ( όω) 1. τοποθετώ λοξά, διαγώνια 2. ναυτ. τοποθετώ κεραία ή πανί κάθετα προς το πλοίο … Dictionary of Greek